γηγενῶν

γηγενῶν
γηγενής
earthborn
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • μοντερνισμός — Λογοτεχνικό κίνημα, που εκδηλώθηκε κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αι. στην ισπανόφωνη Αμερική ως αντίδραση προς τις απηρχαιωμένες μορφές του ρομαντισμού. Στην αρχική τους αυτή αντίδραση, οι μοντερνιστές χρησιμοποίησαν τις νέες τάσεις της… …   Dictionary of Greek

  • σιντοϊσμός — Εθνική θρησκεία της Ιαπωνίας πολυθεϊστικού τύπου: η λατρεία αποδίνεται όχι μόνο στις καθαυτό θεότητες μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η Αματερασού, η θεά του Ήλιου που κατέχει την πρώτη θέση στο πάνθεον αλλά και στους προγόνους και στα πνεύματα,… …   Dictionary of Greek

  • Αίμονες — Ονομασία των πρώτων κατοίκων της Θεσσαλίας, προγενέστερη των Θεσσαλών. Έλεγαν μάλιστα πως οι Α. ήταν τόσο παλαιοί, ώστε είδαν τον τρομερό σεισμό που σχημάτισε την κοιλάδα των Τεμπών, με τον διαχωρισμό Ολύμπου και Όσσας. Οι Α. πήραν το όνομά τους… …   Dictionary of Greek

  • Αλτάι — (Altai ή Altay). Ορεινός όγκος της Ασίας που απλώνεται στα εδάφη της Ρωσίας, του Καζακστάν, της Μογγολίας και της Κίνας. Το μήκος του ξεπερνά τα 2.000 χλμ. και αποτελείται από οροσειρές που σχηματίζουν βαθιά φαράγγια. Τμήμα του Α. βρίσκεται στην… …   Dictionary of Greek

  • Γαλατία — I (λατ. Gallia). Ονομασία που έδωσαν οι Ρωμαίοι στις χώρες όπου κατοικούσαν τα κελτικά φύλα των Γαλατών τόσο στη δυτική Ευρώπη (μεταξύ Ρήνου, Ατλαντικού ωκεανού, Πυρηναίων, Μεσογείου και Άλπεων), τη λεγόμενη εκείθεν των Άλπεων Γ. (Gallia… …   Dictionary of Greek

  • Γουιάνα, Γαλλική — Επίσημη ονομασία: Γαλλική Γουϊάνα Έκταση: 91.000 τ. χλμ. Πληθυσμός 182.333 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΚαγένΥπερπόντιο διαμέρισμα της Γαλλίας, που βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή της Νότιας Αμερικής. Η συνολική έκταση είναι 91.000 τ. χλμ. και ο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”